Ποιες είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γεωργία στην ΕΕ μέχρι το 2035
Ποιες είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γεωργία στην ΕΕ μέχρι το 2035

Η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του αγροτικού τομέα δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι μια έκθεση στην οποία η ΕΕ επιχειρεί να εκτιμήσει τη μελλοντική κατάσταση του γεωργικού τομέα βασιζόμενη σε ορισμένες παραδοχές και τάσεις που διαμορφώνονται.

Η πρώτη εκτίμηση της ΕΕ είναι ότι η γεωργική και δασική έκταση της ΕΕ προβλέπεται να παραμείνει αμετάβλητη από τώρα έως το 2035. Οι προκλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα και τις καιρικές συνθήκες οδηγούν σε μεγαλύτερη αστάθεια και δεν δίνουν κίνητρο για καλλιέργεια νέων εκτάσεων. Στις αροτραίες καλλιέργειες, αναμένονται μετατοπίσεις της χρήσης γης από τα δημητριακά στη σόγια και στα όσπρια. Η έκταση των δενδρωδών καλλιεργειών εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητη. Ωστόσο εκτιμάται ότι παλαιότερες φυτείες θα αντικατασταθούν από νέες περισσότερο αποτελεσματικές. Οι εκτάσεις βοσκοτόπων ενδέχεται να μειωθούν οριακά λόγω της αναμενόμενης εκτατικοποίησης της ζωικής παραγωγής. Περισσότερες εκτάσεις πρόκειται να παραμείνουν σε αγρανάπαυση δεδομένων των αυστηρότερων κανονιστικών απαιτήσεων.

Δημητριακά και ελαιούχοι σπόροι: Οι αποδόσεις τους προβλέπεται ότι θα παραμείνουν σταθερές παρά την κλιματική αλλαγή και την αύξηση του κόστους εισροών. Η διατήρηση σταθερών αποδόσεων εκτιμάται ότι μπορεί να υποστηριχθεί με τεχνολογικές βελτιώσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα μπορούσαν μάλλον να φανούν μακροπρόθεσμα. Στο μίγμα των δημητριακών αναμένεται ότι το σιτάρι και ο αραβόσιτος θα συνεχίσουν να αποτελούν τα κυριότερα είδη. Η παραγωγή οσπρίων και σόγιας θα αυξηθεί επίσης στην ΕΕ, λόγω των πολιτικών της ΕΕ που ευνοούν τις πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, την αμειψισπορά και τις αυξανόμενες ανάγκες για φυτικές πρωτεΐνες.

Ζωοτροφές: Η ζήτηση για ζωοτροφές στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί τα επόμενα χρόνια κυρίως λόγω της μείωσης της παραγωγής χοιρινού κρέατος, βοείου κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Ζάχαρη: Η καλλιέργεια ζαχαρότευτλων θα μειωθεί, οδηγώντας σε χαμηλότερη παραγωγή ζάχαρης στην ΕΕ. Η κατανάλωση ζάχαρης στην ΕΕ αναμένεται επίσης να μειωθεί από τώρα έως το 2035 λόγω της στροφής των καταναλωτών σε δίαιτες με χαμηλότερη πρόσληψη ζάχαρης.

Γαλακτοκομικά προϊόντα: Οι ήδη ισχύουσες κοινοτικές και εθνικές περιβαλλοντικές πολιτικές αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του αριθμού των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, επομένως η παραγωγή γάλακτος της ΕΕ εκτιμάται ότι θα μειωθεί ελαφρά έως το 2035. Παρόλα αυτά, η παραγωγή ορισμένων γαλακτοκομικών προϊόντων αναμένεται να αυξηθεί ακόμη (π. ορός γάλακτος, αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη) αν και με πιο αργό ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν. Η παραγωγή βουτύρου είναι πιθανό να παραμείνει σταθερή. Όσον αφορά στην κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων αναμένεται θα παραμείνει σταθερή, αλλά οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και οι απαιτήσεις υγείας μπορεί να αυξήσουν τη ζήτηση για ενισχυμένα, λειτουργικά γαλακτοκομικά προϊόντα και διατροφή (π.χ. ηλικιωμένοι, αθλητές/γυναίκες, έγκυες γυναίκες).

Βόειο κρέας: Εκτιμάται μείωση της παραγωγής έως το 2035 κυρίως λόγω χαμηλής κερδοφορίας και του αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου για το περιβάλλον και το κλίμα. Η συνδεδεμένη εισοδηματική στήριξη και τα οικολογικά συστήματα στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, μαζί με μια σχετικά καλή προοπτική τιμών, εκτιμάται ότι θα επιβραδύνουν τη μείωση αλλά δεν θα την αναστρέψουν. Η μείωση της παραγωγής της ΕΕ μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση των τιμών του βοείου κρέατος σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν.

Χοιρινό κρέας: Δεν αναμένονται ιδιαίτερες μεταβολές ούτε στην παραγωγή ούτε στην κατανάλωση παρά την κοινωνική κριτική για τα συστήματα εντατικής παραγωγής, την παρουσία της αφρικανικής πανώλης των χοίρων και την εκτιμώμενη μείωση των εξαγωγών. Οι τιμές του χοιρινού κρέατος υπολογίζεται ότι είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλότερες από τα προηγούμενα επίπεδα λόγω του αυξημένου κόστους και της μειωμένης προσφοράς στην ΕΕ.

Πουλερικά: Μεταξύ των κρεάτων, το κρέας πουλερικών θα μπορούσε να συνεχίσει να αυξάνει το μερίδιο συμμετοχής του καθώς επωφελείται από μια σχετικά πιο υγιεινή εικόνα, απουσία θρησκευτικών περιορισμών και φθηνότερη τιμή. Στο μέλλον, η συχνότητα εμφάνισης της γρίπης των πτηνών αναμένεται να επεκταθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους αντί να είναι εποχιακό γεγονός.

Αιγοπρόβειο κρέας. Από πλευράς παραγωγής εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται, μετά τη μείωση του αριθμού των αιγοπροβάτων. Η μείωση του αριθμού των αιγοπροβάτων δεν αναμένεται να αντιστραφεί παρά παρά τη συνδεδεμένη εισοδηματική στήριξη και τις ευνοϊκές τιμές. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά σταθερή λόγω των σταθερών καταναλωτικών προτύπων που σχετίζονται με τη μετανάστευση και τις πολιτιστικές παραδόσεις.

Ελαιόλαδο: Η έκταση της ελαιοκαλλιέργειας προβλέπεται να παραμείνει σταθερή, αλλά η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε αστάθεια στις αποδόσεις και στην ποιότητα του λαδιού. Αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να μειωθούν με την εισαγωγή πιο ανθεκτικών ποικιλιών και με τις αλλαγές στα συστήματα παραγωγής (προς πιο εντατικά), μαζί με την έρευνα και την καινοτομία. Η κατανάλωση εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά σταθερή επηρεαζόμενη αφενός αρνητικά λόγω υψηλότερων τιμών, αφετέρου θετικά λόγω αυξημένης ευαισθητοποίησης για τα οφέλη από την κατανάλωση ελαιολάδου έναντι άλλων λιπαρών.

Οίνος: Η κατανάλωση κρασιού προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται έως το 2035. Η μειωμένη διαθεσιμότητα φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι περαιτέρω περιορισμοί άρδευσης σε ορισμένες χώρες της ΕΕ και η αστάθεια λόγω της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν να μειώσουν τόσο την έκταση όσο και τις αποδόσεις των αμπελώνων, οδηγώντας σε μεγάλες διακυμάνσεις και κατά μέσο όρο χαμηλότερους όγκους παραγωγής. Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν αβεβαιότητες, οι εξαγωγές κρασιού της ΕΕ θα μπορούσαν να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, αν και με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι τα τελευταία χρόνια, ενώ το επίπεδο των εισαγωγών κρασιού στην ΕΕ παραμένει χαμηλό και αναμένεται περαιτέρω μείωση.

Φρούτα και λαχανικά: Η παραγωγή μήλων, ροδάκινων, νεκταρινιών και ντομάτας θα αντιμετωπίσει επίσης προκλήσεις που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση του ενεργειακού κόστους, περιορισμούς στη χρήση φυτοφαρμάκων και εστίες παρασίτων. Εξαιτίας αυτών των παραγόντων, ο τομέας των μήλων της ΕΕ θα μπορούσε να χάσει την ανταγωνιστικότητά του και να μειώσει την έκταση συγκομιδής του. Ταυτόχρονα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση μήλων στην ΕΕ θα μπορούσε να αυξηθεί λόγω των προτιμήσεων των καταναλωτών για κατανάλωση περισσότερων φρούτων. Η παραγωγή ροδάκινων και νεκταρινιών στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί από τώρα έως το 2035, καθώς η κατανάλωση μειώνεται επίσης λόγω του υψηλότερου ανταγωνισμού άλλων φρούτων. Το ενεργειακό κόστος είναι ένας πρόσθετος περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της παραγωγής φρέσκιας τομάτας σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Ολλανδία. Ωστόσο, οι νέες επενδύσεις στην Ισπανία και την Πορτογαλία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερες αποδόσεις ντομάτας και μεγαλύτερες εκτάσεις με επεξεργασμένη καλλιέργεια τομάτας. Οι εμπορικές επιδόσεις και των δύο ρευμάτων (για νωπή κατανάλωση και μεταποίηση) θα μπορούσαν να παραμείνουν όπως σήμερα, με την ΕΕ να είναι ισχυρός καθαρός εισαγωγέας νωπών τομάτας και καθαρός εξαγωγέας μεταποιημένων, ιδιαίτερα προϊόντων υψηλής αξίας, όπως αποφλοιωμένες και σάλτσες ντομάτας. Ταυτόχρονα, στη νωπή κατανάλωση οι μικρού μεγέθους ποικιλίες συνεχίζουν να απαιτούνται περισσότερο, μειώνοντας τους συνολικούς όγκους κατανάλωσης.

Δείτε εδώ το πλήρες κείμενο της έκθεσης (στα αγγλικά)

 

Skip to content